ελαφοπόδαρος

ελαφοπόδαρος
η , ο быстроногий, резвый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ελαφοπόδαρος" в других словарях:

  • ελαφοπόδαρος — η, ο 1. (για άνθρ.) γοργοπόδαρος 2. (για ουδ. ως ουσ.) το ελαφοπόδαρο το πόδι τού ελαφιού …   Dictionary of Greek

  • ελαφοπόδαρος — η, ο 1. (για ανθρώπους), ο γρήγορος σαν ελάφι. 2. το ουδ. ως ουσ., ελαφοπόδαρο το πόδι του ελαφιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • ελαφόπους — ἐλαφόπους, ο (Α) ο ελαφοπόδαρος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»